λαμπροφυρικός

λαμπροφυρικός
-ή, -ό [λαμπροφύρης]
αυτός που έχει βασικό συστατικό του τον λαμπροφύρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”